Μέρος 1ο
Θέλω να ναυαγήσω σε έρημο νησί.
Το πρόβλημα μου είναι ότι δεν ταξιδεύω, αλλά δεν παύω να θέλω να ναυαγήσω. Σε
έρημο νησί, μην ξεχνιόμαστε. Να είμαστε εγώ, μια κοκοφοινικιά, η θάλασσα και
άντε το πολύ-πολύ μια μπάλα του βόλεϊ, που έχει αποδειχτεί πολύ καλή παρέα όπως
μαρτυράει ο Τομ Χανκς.
Ξημέρωσε η επόμενη μέρα και
πρωί-πρωί κατά τις 12 είπα να ξεκινήσω για τον παράδεισο. Πλήρης παρεό και
αντηλιακών, είπα να πάρω το αυτοκίνητο για να πάω μέχρι τη θάλασσα, γιατί ήταν
300μ. μακριά και τα 100μ. διαφορά φάνταζαν Μαραθώνιος στην λάβρα των 38ο
του αυγουστιάτικου «πρωινού». Υπολογίζοντας πως κατά τις 3 το απόγευμα που θα
γύριζα, η θερμοκρασία θα είχε φτάσει τους 145ο Σέλσιους, φόρτωσα τσάντες, καπέλα,
βατραχοπέδιλα, ιστιοσανίδες, ένα πάπλωμα που έβγαλα από τη ναφθαλίνη, 14
μπουκάλια παγωμένο νερό, μισό καρπούζι μαζί με μισό κιλό φέτα (μη μας πιάσει
καμιά λιγούρα), μια ομπρέλα και φυσικά το φουσκωτό στρώμα που μου είχε πάρει η
μαμά μου στα 8 μου χρόνια και δεν το είχα χρησιμοποιήσει ποτέ, και μπήκα στο
κατά 5 πόντους χαμηλότερο λόγω βάρους αυτοκινητάκι μου.
Στα 120 περίπου μέτρα από το
σπίτι μου, υπάρχει το σταυροδρόμι της κρίσης. Αριστερά πάω για το super paradise beach και δεξιά για το elder’s beach. Δεν χρειάστηκε καν να
το ξανασκεφτώ. Έκοψα το τιμόνι όλο αριστερά και με κίνδυνο να με πάρει αγκαλιά
διερχόμενο από το αντίθετο ρεύμα φορτηγάκι που πουλούσε καρέκλες, μπήκα στο
δρόμο για τον παράδεισο κάτω από τα μπινελίκια και τα φάσκελα του σκουρόχρωμου
καρεκλοπωλητή.
Η ώρα ήταν 12:20 ακριβώς και με
χώριζαν 180 μέτρα από τα γαλανά νερά. Ευτυχώς που μηχανικά το πόδι μου πάτησε
έως ξενυχιάσματος το μεσαίο πεντάλ. Ούτε που κατάλαβα πως έγινε αυτό. Το μυαλό
μου είχε διαθέσει όλη του την επεξεργαστική ικανότητα προσπαθώντας να καταλάβει
τι ήταν αυτό που αντίκρισαν τα ωραία, μεγάλα, αμυγδαλωτά γυαλιά μου. Μπροστά
μου εκτεινόταν για όλα τα 180 μέτρα δρόμου, μια πολύχρωμη θάλασσα αυτοκινήτων. Γαλήνια
και ακίνητη. Υπέθεσα πως αυτό θα ήταν το τίμημα της high παραλίας και δέχτηκα να το πληρώσω.
Στην τελική 180 μ. έμεναν.
Ώρα 12:45. Με χώριζαν 130 μέτρα
από το στόχο μου. Εμένα και άλλους 500 περίπου νοματαίους που είχαν την ίδια
έμπνευση με μένα. Είχα βγει από το αυτοκίνητο, έπιασα κουβέντα με τον μπροστινό
μου, γνωρίστηκα με την πισινή μου και κανονίσαμε καφεδάκι, και
αλληλο-πασαλειφτήκαμε λάδι με τη γειτόνισσα μου, που είχε κατασκηνώσει 2
αυτοκίνητα πιο μπροστά. Δεν ήμουν ποτέ καλή στα θρησκευτικά, αλλά αυτή η εικόνα
κάτι μου θύμιζε. Την πορεία στη γη της επαγγελίας. Αποφάσισα πως αφού άλλοι στο
παρελθόν είχαν περάσει δια πυρός και σιδήρου για έναν ξερότοπο, άξιζε να κάνω
κι εγώ λίγη ακόμα υπομονή για 130 μέτρα.
Ώρα 13:10, 50 μέτρα έως το στόχο.
Είχα οπτική επαφή πλέον. Και οσφρητική επαφή είχα. Τα ρουθούνια μου καιγόντουσαν
από το αντηλιακό με άρωμα καρύδας, που πρέπει να είχαν συνεννοηθεί και τα 2
μύρια κόσμου (τόσους τους υπολόγιζα, αλλά μπορεί να φταίει και η ζέστη που με
είχε χτυπήσει αλύπητα) να φορέσουν ταυτόχρονα. Πήρα ρηχή ανάσα και προσπάθησα
να εντοπίσω κάποιο χώρο για να παρκάρω. Των φρονίμων τα παιδιά...
Ώρα 13:30, 50 μέτρα έως το
στόχο. Είχα οπτική επαφή πλέον. Με την
πραγματικότητα είχα χάσει την επαφή. Δεν μπορούσα να εξηγήσω αλλιώς την 20λεπτη
ακινησία. Πρέπει να είχα πέσει σε χρονικό κενό. Άρχισα να ρωτάω τον μπροστινό
μου, που ρώτησε τον μπροστινό του, που ρώτησε τον μπροστινό του, έως ότου όλα
αυτά τα μπροστινά, έφτασαν στη ρίζα του προβλήματος και γινόμενα πισινά, με
πληροφόρησαν πως μια «ηλικιωμένη κυρία» (η ακριβής περιγραφή που μου ήρθε ήταν,
«μια κωλόγρια που πήρε δίπλωμα μαζί με το Δελαπατρίδη,») προσπαθούσε να
παρκάρει το τεραστίων διαστάσεων αυτοκίνητο της, σε χώρο αναλογούντα σε 3
ποδήλατα. Ομολογώ πως με έζωσαν τα φίδια. Νόμιζα πως αυτή είναι μια in παραλία,
με κεφάτους, χαρούμενους ανθρώπους. Που μαγικά πάρκαραν, μαγικά κολυμπούσαν,
μαγικά ηλιοθεραπεύονταν. Πλανήθην πλάνη οικτρά.
Ώρα 13:45, 0 μέτρα από το στόχο
μου. Είχα επιτέλους φτάσει στην πολυπόθητη παραλία. Στα δεξιά μου, τα
καταγάλανα νερά με προσκαλούσαν. Στα δεξιά μου η απελπισία μου έγνεφε
προκλητικά. Δεν υπήρχε χώρος ούτε για να απλώσεις το βρακί σου, πόσο μάλλον να
παρκάρεις αυτοκίνητο. Περιέργως άρχισα να συμπονώ τη γραία συμμαθήτρια του
Δελαπατρίδη. Αίφνης, 10 μέτρα μπροστά μου βλέπω μια κίνηση. Ναι! Κάποιος
προσπαθούσε να ξεπαρκάρει. «Πίσω και σας έφαγα!!!» ούρλιαξα από τα ανοιχτά
παράθυρα. Όλοι πάγωσαν σε ακτίνα 15 μέτρων. Λίγο παραπάνω από όσο χρειαζόμουν.
Έκλεισα τα αυτιά στους εξωτερικούς ήχους (κορναρίσματα, γαμοσταυρίδια,
κατάρες), περιόρισα το οπτικό μου πεδίο ευθεία μπροστά, για να μην αφήνω τα
φάσκελα και τα μεσοδάχτυλα να μου αποσπούν την προσοχή, έσφιξα τα χέρια στο
τιμόνι και άρχισα να μαρσάρω απειλητικά προς τα απανταχού αρπακτικά της θέσης
μου.
Ευτυχώς του ξεπαρκάροντα δεν του
πήρε πάνω από 10 λεπτά να μου αδειάσει τη γωνιά, γιατί δεν ξέρω αν θα μπορούσα
να συγκρατήσω για περισσότερο το μανιασμένο πλήθος που μου κοπάναγε τα τζάμια
και μου πέταγε μπουκαλάκια με νερό ουρλιάζοντας. Και επειδή είμαι πάρα πολύ
καλή οδηγός (θέλω να καταγγείλω τον ασφαλιστή μου για τα αισχρά ψεύδη που
διαδίδει), μου πήρε μόνο 5 λεπτά να φωλιάσω στη θεσούλα που η τύχη μου δώρισε.
Μπορεί να χαράμισα την τύχη μου εκεί και όχι στο τζόκερ αλλά άξιζε!!!
Τραβάω λοιπόν χειρόφρενο
επιδεικτικά και είμαι έτοιμη να κατακτήσω το super paradise της Βοιωτίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου