Πέμπτη 12 Οκτωβρίου 2017

Η Πάνους, η Θάνους και η Βάγγους.




 
      

       Δεν πρόλαβε να βαρέσει το σφυράκι του ο Βαρεμένος στην έδρα της Βουλής δεν πρόλαβε η δακτυλογράφα να γράψει το νόμο και χτυπάει το τηλέφωνο:
-«Ούι ούι Μαράκι μ’ τι πάθαμε! Ούι Παναγιά η Μεγαλόχαρη να βάλει το χέρι της! Ούι, ούι, ούι!

-«Ούι;»
-«Η θεια σ’ είμαι πιδάκι μ’, δε με κατάλαβες; Ούιιιιι! Η θεια η Τασούλα.»
-«Καλημέρα θεία, τι κάνεις;»
(Πακέτο τσιγάρα στο τραπέζι γρήγορα! Τα τηλέφωνα της θείας κρατούσαν πάνω από μισάωρο και αυτό το «ούι, ούι» ακουγόταν σοβαρό).
-«Τι να κάμω πιδί μ’; Τι να κάμω που να καμωθούμε ούλοι μας; Τι πάθαμε οι καψεροί, τι πάθαμε;
-«Ηρέμησε θεία μου και πες μου, τι έγινε; Αρρώστησε κανείς; Χτύπησε κανείς;»
-«Όι (όχι ούι) κουρίτσι μ’, ούλοι καλά είναι, αλλά φτούνο φτου (αυτό εκεί)  που έγινε, δε θα το βαστάξω, θα κιώσω (τελειώσω/πεθάνω) στο λέω».
-«Πες μου θεία τι έγινε, με τρομάζεις».
-«Δεν άκσες συ ράδιο; Τηλιόραση; Δεν άκσες τι περάσαν απ’ τη Βουλή οι ασταύρωτοι;»
-«Α! Λες για το νομοσχέδιο για την ταυτότητα φύλου;»
-«Ούι, ούι άλλο ειν’ τούτο; Δεν το ξέρω. Εγώ λέου για κείνου, που αφήνουν να μουνουχάν’ τ' αγόρια».
-«Το ίδιο είναι θεία, έτσι το λένε».
       Τράβηξα μια γερή τζούρα από το τσιγάρο μου και φύσηξα τον καπνό στο ακουστικό, μπας και πνιγεί η θεία από την κάπνα και κλείσει το τηλέφωνο αλλά…
-«Όπως και να το λένε φτούνοι φτου (αυτοί εκεί) οι σπουδαγμένοι, μουνούχισμα το λέω γω! Άκου κει μόλις παν τ’ αγόρια 15 χρονού… τσακ! Να τους το κόβουνε; Φωτιά θα ρίξει ου Θεούς να μας κάψει! Θα ξεπαστρέψανι ολουνούς τους άντρες; Και πώς θα γένονται παιδιά μωρέ;»
-«Θεία! Θεία μισό λεπτό, δεν είναι έτσι τα πράγματα. Εσύ έφτασες όλο τον ανδρικό πληθυσμό σε ακρωτηριασμό. ΔΕΝ θα είναι υποχρεωτικό, θεία. Αν κάποιο αγόρι ή κορίτσι αποφασίσει στα δεκαπέντε του πως θέλει να αλλάξει φύλο, θα μπορεί να το κάνει. Μείνε ήσυχη, δεν θα ξεπαστρέψουν όλα τ’ αγόρια».
-«Πιδί μ’ ζαβό είσι κι ισύ; Τι μας λες; Βάν’ νε λέει στα δικαπέντι ν’ αλλάξ’ αυτού του φύλου ένα πιδί. Στα δικαπέντι; Πού ξέρει μαρή τι θέλει στα δικαπέντι; Ίσα που το καλογλιέπει τότενες, σιγά μη ξέρει αν θιλήσει να του ‘χει ή να του κόψει. Και να σε ρωτήξω μαθές… και τα κουρίτσια μπόρανε να φυτέψουνε ένα; Αλήθεια ειν’ τούτο;»
-«Ναι θεία, γίνεται…»
-«Ούι ούι (καιρό είχε να το πει) Παναΐα μου! Ούι τα ύστερα! Τώρα ξηγιούνται όλα να!»
-«Τα κατάλαβες όλα θεία μου;»
Ήλπιζα να της έχει έρθει επιφοίτηση και να έκλεινε το τηλέφωνο πριν το 4ο τσιγάρο. Φευ!
-«Άλλου λέω πιδί μ’ παρηκολούθα!»
Και παρακολοκύθα κι εγώ!
-«Η ανεψός της φιλινάδας μ’ της Φωτούλας η Βαγγέλς, την ξέρεις τη Φωτούλα;(δεν περίμενε απάντηση, ήταν φανερό).  Η ανεψός της λοιπόν πάει ψες και λέει στουν κύρη του.
«Ή θα μου πάρεις μηχανάκι ή εγώ το κόβω και το πετάω στα σκυλιά».
«Τι είπες ωρέ ζουλάπι;» του λέει ου κύρης του.
«Αυτό που σου λέω. Ή μηχανή ή εγώ θα γίνω Κέλυ απ’ το Βαγγέλη». Τι να κάμει μαθές ο δόλιος πατέρας πήγε ψες να του πάρει μηχανάκι. To σφύριξε ο μικρός σε κάτι φίλους του και άρχισαν όλα τα ζαγάρια να κβιάζουν τους γονιούς τους. Ου ένας ήθελε να γίνει τραγουδιστής, ου άλλους να πάει ντίσκου, κάθε τρεις και λίγο αυτούνου του παραμύθι. Τ’ άκσε και η Βασιλικούλα και λέει της μάνας της: «Ή θα μ’ αφήκετε να πάρω το Γιαννιό ή θα πάω εκεί που θα πετάξουν οι άλλοι τα τσουτσούνια τς και θα πάρω ένα και θα το κολλήσω!»
Ούι, ούι πιδί μ’ όλο το χουριό βερβεράει! Ου παππούλης είπε πως θα κάμει τρισάγιο την Κυριακή μπας και τους φωτήσει ου Μεγαλοδύναμους ολουνούς. Και αν δεν πιάσει φτούνου, θ’ αρχίσει τους φορισμούς στους ασταύρουτους».
-«………………………» Είχε ένα δίκιο.
-«Ισύ πιδούλι μ’ ισύ είσι σταυρουμένη, ναι;»


















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου