Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2014

Ω Πανοραμίξ!



Μεγάλη μέρα σήμερα! Θεοφάνεια!
     Ευελπιστούν οι ευσεβείς να φανεί ο θεός, βεβαίως-βεβαίως, και να κάνει το θαύμα του μπας και σωθεί αυτός ο τόπος.
Δεν έχω καμία αντίρρηση σε αυτό, για το θεό δεν ξέρω...
Για τους ευσεβείς όμως ξέρω, ξέρω από όσα βλέπω κάθε χρόνο να διαδραματίζονται.
Ελπίζω να μην τα βλέπει ο όποιος θεός.
     Ξυπνάω πρωί-πρωί (κατά τις 10) η καλή σου, κάνω ένα κουβά καφέ, στρίβω κι ένα τσιγάρο ολυμπιακών διαστάσεων και είμαι έτοιμη να ΜΗΝ κάνω απολύτως τίποτα σε αυτή την αργία. Αμ δε! Ο νόμος του Μέρφυ με χτυπά σκληρά και ανελέητα. Κάποιος μου χτυπά την πόρτα. Ανοίγω με τη φάτσα Νονσφεράτου.                   
-«Καλημέρα! Ξυπνήσατε;» η πενθερούλα μου με ένα χαμόγελο έως τα αυτιά. «Για να χαμογελάει έτσι κάτι κακό θα με βρει», σκέφτομαι και αντιπαρέρχομαι το περιττό της ερώτησης «ξυπνήσατε;».
-«Καλημέρα μάνα (μάνα την φωνάζω πάντα)! Δεν ξύπνησαν όλοι ακόμα».
-«Χρόνια πολλά, ο θεός το καλό» συνέχισε για να μου σπάσει τα νεύρα, δεν εξηγείται αλλιώς...
Whatever» απάντησα μπας και τη φρενάρω. Αμ δε! Προμηνυόταν δύσκολη χρονιά.
-«Παιδάκι μου, θα πας να μου πάρεις αγιασμό, που δεν μπορώ να περπατήσω, που πονάνε τα ποδαράκια μου;», συνέχισα νοερά.... «που είμαι τόσο ταλαιπωρημένη απ’ τη ζωή, που έμεινα μικρή ορφανή, που περάσαμε πόλεμο, που είν’ ο Ερμής ανάδρομος, που είσαι νύφη και δεν μπορείς να με διαολοστείλεις εύκολα και δεν πιστεύεις και σε διαόλους;»
-«Ωχ ρε μάνα! Κάθε χρόνο τα ίδια! Σήμερα δεν αγιάζονται όλα τα νερά; Γιατί δεν παίρνεις απ’ τη βρύση;» πέταξα το επιχείρημα.
-«Α! Τι λες; Δεν είναι το ίδιο! Σ’ ακούει κι ο Θεός! Απαπαπα παιδάκι μου! Θέλω από την εκκλησία, δεν θα πας;» και ξαναχαμογέλασε.
Γαμώ την τύχη μου με τις αδίστακτες τις γριές! Στυγνές εκμεταλλεύτριες συνθηκών και συγγένειας! Στο διάολο!!!. Θα πήγαινα! Ήταν προφανές ότι είχα ηττηθεί κατά κράτος!  
-«Καλά, θα πάω. Σε πόση ώρα τον βγάζουν;» άρχισα να την τρολλάρω.
-«Τι λες παιδάκι μου; Ποιον να βγάλουν; Τώρα να πας, κοντεύει να τελειώσει η λειτουργία, δεν θα προλάβεις!» με κοίταξε με τρόμο μην και δεν προλάβαινα τη διανομή.
-«Καλά, κάνω το τσιγάρο μου και πάω» παρέδωσα τη σημαία.
     Πήρα ένα πλαστικό κανατάκι, που από κάποιο μοναστήρι με άλλο αγιασμό θα είχε και ξεκίνησα να πάω με τα πόδια. Το λάθος να πάρω αυτοκίνητο ΔΕΝ το έκανα αν και ψιλόβρεχε! Απέχω σκοπίμως από όποιες εκδηλώσεις έχουν χάσει την ουσία τους και έχουν ευτελιστεί σε κακόγουστα πανηγυράκια τελευταίας διαλογής. Κινδυνεύω έτσι να μετατραπώ σε ερημίτη πόλης αλλά το προτιμώ. Είπαμε όμως, η γιαγιά, το χαμόγελο, η κλάψα της κλπ, κλπ, κλπ. Τουλάχιστον να κρατηθώ και να μην κατεβάσω τα δικά μου «καντήλια».
     Με τέτοιες σκέψεις να με απασχολούν, έφτασα χωρίς να το καταλάβω στην εκκλησία. Σκηνές απείρου κάλους εκτυλίσσονταν μπρος στα μάτια μου!
Επικρατούσε το αδιαχώρητο! Μιλιούνια οι πιστοί  συνωστίζονταν στο προαύλιο του ναού (μέσα ήταν άδειος)! Σπρωξίδια και βρισιές έσμιγαν με την ψαλμωδία που ακουγόταν από τα μεγάφωνα και ανέβαιναν χέρι-χέρι στα ώτα του ύψιστου! Παιδιά να κλαίνε και να τραβολογάνε τους γονείς γιατί βρέχονταν τα κακόμοιρα και φυσικά δεν καταλάβαιναν την αναγκαιότητα του βασάνου. Οι διαχρονικές κυράτσες με τη λασπωμένη γόβα και την ακόμα πιο λασπωμένη γούνα, να παλαντζάρουν επικίνδυνα, απ’ το ένα υπερτροφικό μηρό στον άλλον, κραδαίνοντας απειλητικά κάθε λογής μπουκαλάκια, κανάτια, και σταμνάκια προς τη μεριά των μεγαφώνων, για να επισπευσθεί η λειτουργία. Το κουτσομπολιό είχε ανάψει επικίνδυνα! Και από γυναίκες και από άντρες! Έμαθα σε 10 λεπτά τι συνέβαινε σε όλο το χωριό. Από αυτή την πλευρά, ναι ήταν κοινωνικοποίηση ο εκκλησιασμός.
     Προσπάθησα να δω πού ήταν η πηγή του θαυματουργού ύδατος για να χαράξω ασφαλή πορεία προσέγγισης (να γλιτώσω τον κάλο μου από κανένα τακούνι),  και ακόμα ασφαλέστερη πορεία διαφυγής.
     Και είδον και ιδού! Εν μέσω προαυλίου ήτο στημένη επί εξέδρας, μία μαρμίτα χάλκινου χρώματος. Και γύρω από τη μαρμίτα χρυσή άλυσος  μετά πορφυρών μπλιμπλικίων. Και πέριξ των μπλιμπλικίων οι πιστοί συνωστίζοντο αναμένοντες το δρυΐδη Πανοραμίξ να κατασκευάσει το μαγικό φίλτρο. Και ενεφανίσθη ο δρυΐδης περιβεβλημένος την Άρτα και τα Γιάννενα και ουδείς σκανδαλίσθη από τον πλούτο και το απαστράπτον χρυσόν ένδυμα εν μέσω κρίσης και πείνας του ποιμνίου. (Ξέρω, ξέρω, ο θεός τα δίνει στους παπάδες). Και ετέλεσε μαγικό τελετουργικόν, και το ύδωρ μετετράπη σε κηροζίνη, διότι μόλις οι πιστοί (μιλάμε για πολύ πιστούς) το εξέλαβαν ετράπησαν σε φυγή με την ταχύτητα Κεντέρεως! Και ανέκραξα εγώ η άπιστη, μένουσα μόνη ως κάλαμος εν τω μέσω του άδειου προαυλίου: «θαύμα θαύμα!»
Πώς αλλιώς να το εξηγήσω;

Υ.Γ. Του χρόνου δεν ξαναπάω και ας μου κάνει τη σκηνή του Βασιλάκη Καΐλα η πενθερούλα!









4 σχόλια: