Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου 2013

Ζουν ανάμεσα μας!



Χρόνος ο υπέρτατος εχθρός. Τουλάχιστον όσον αφορά εμάς τις γυναίκες. Ευτυχώς όχι όλες, θέλω να πιστεύω. Για παράδειγμα εμένα που αδιαφορώ παντελώς για το πέρασμα του χρόνου και τη Μιμή Ντενίση που δεν την αγγίζει ο χρόνος (και το ταλέντο).
Τα πιστεύω μου(όπως και τα νεύρα μου) όμως, έμελλε να δοκιμαστούν για άλλη μία φορά. Και όχι από εμένα δυστυχώς. Εγώ έχω πάρει απόφαση βρε παιδί μου, πως η φθορά λόγω χρόνου είναι αναπόφευκτη (η ρυτίδα θα βγει ότι και να κάνεις), πως όλα τα μέλη μας υπόκεινται στη βαρύτητα, (το βυζί θα κρεμάσει βρε πουλάκι μου, και το πουλάκι σου επίσης πουλάκι μου), και συνεπώς έχω υιοθετήσει το ...resistance is futile. Έμελλε να δοκιμαστούν από μια περίεργη αγέραστη ομάδα  γυναικών που ακούνε στο κωδικό όνομα «Βarbie» και... ζουν ανάμεσα μας. Δεν τις πτοεί τίποτα. Ούτε κρίση, ούτε ανεργία, ούτε γκρεμός, ούτε ρέμα. Εδώ δεν τις πτοεί ο χρόνος. Και... ζουν ανάμεσα μας! Και απ’ ότι φαίνεται είναι πολλές και είναι ενωμένες. Φοβάμαι πως θα γίνουν πλειοψηφία γιατί... ζουν ανάμεσα μας!
Έλα όμως που για άλλη μια φορά είμαι μειονότητα. Και δεν με εντάσσει και κανένας σε πρόγραμμα αλληλεγγύης στις μειονότητες. Κανάλια, περιοδικά, εφημερίδες, beaute, πλαστικοί χειρούργοι, βοτανολόγοι, καφετζούδες και μελλοντολόγοι έχουν βαλθεί να μας κάνουν να μοιάζουμε το πολύ 25άρες. Και καλά άμα θέλεις. Άμα δε θέλεις και κινδυνεύεις να τεθείς εκτός νόμου ως αντιφρονών με εξτρεμιστικές απόψεις; Τι κάνεις ερωτώ; Προσχωρείς στους Ρυτιδίστας με τη λυκότριχα να ανεμίζει επαναστατικά; Τι κάνεις όταν...
-«Καλημέρα Μαρία μου! Τι κάνετε;» ύποπτη, πρωινή, «μου», προσφώνηση.
-«Καλημέρα Άννα μου, πώς και πρωινή;»
Για την ιστορία (και τη δική μου υστερία) η Αννούλα ήταν μια Barbie. Συνομήλικη μεν, Barbie δε. Ξανθούλα, λεπτούλα, φουσκωμενούλα κι ας μην το παραδεχόταν, παντρεμένη με έναν μεγαλο-εργολάβο δημοσίων έργων. Λογικά το τελευταίο μπότοξ, το είχα πληρώσει εγώ, αλλά δεν είχα αποδείξεις, για να τις βάλω και στη φορολογική δήλωση.
-«Έχεις να κάνεις κάτι σήμερα; Θες να έρθεις παρέα μου;» Invitation to Hell.
Μπήκα στον πειρασμό να της πω πως σήμερα είχα να μαγειρέψω για ένα λόχο, να πλύνω όλα τα πιάτα της γιορτής του Βιλαμπάχο και να κάνω και την αγγαρεία στην Καλλιόπη, αλλά δεν το έκανα. Δεν μου πήγε η καρδιά να της γκρεμίσω την κοσμοθεωρία πως όλα γίνονταν μαγικά σε ένα σπίτι, από τη νονά νεράιδα (στην περίπτωση της Άννας από την οικιακή βοηθό που πλήρωνε ο άντρας της). Άσε που είχαμε και μια άλλη συμμαθήτρια Καλλιόπη και θα γινόταν μπέρδεμα.
-«Εξαρτάται Αννούλα μου, από το πού θα πας και πότε θα γυρίσεις» απάντησα σχεδόν σίγουρη πως η εκτός τόπου, χρόνου και λογικής, φιλενάδα μου θα μου απαντούσε πως θα πήγαινε για ψώνια στο Μιλάνο.
-«Παρέα μωρέ θέλω, να πάμε μέχρι ένα πολυκατάστημα που είχα παραγγείλει κάτι καλλυντικά, και για καφεδάκι αργότερα. Τι λες; Θα τα καταφέρεις;»
Μπροστά μου εμφανιζόταν η ευκαιρία να λύσω το μυστήριο, πώς η Αννούλα παρέμενε Barbie στην καθημερινότητα, ενώ εγώ η συμμαθήτρια, άνετα περνιόμουν για τη μαμά της. Ποια ακριβώς μάρκα σοβά χρησιμοποιούσε; Ένα ή δύο χέρια «πεταχτό» ήθελε; Ας τρώγαν ομελέτα το μεσημέρι. Το μυστήριο με καλούσε.
-«Βεβαίως και θα τα καταφέρω! Χάνω εγώ καφεδάκι με τη φιλεναδίτσα μου;» είπα με τον κυνόδοντα να στάζει οξύ σε στυλ Γιάννας Αγγελοπούλου Alienάκη.
Είχα μπροστά μου περίπου μισή ώρα να κάνω μια γενική αναστήλωση, έτσι για να μην έχει να πει πολλά η λατρευτή μου φίλη. Εξ’ ορισμού αυτό ήταν αδύνατο για μια γυναίκα. Εγώ όμως δεν ήμουν οποιαδήποτε γυναίκα. Ήμουν η μαμά της Barbie!!! Ήμουν όμως θέση και φύση αντιδραστικός άνθρωπος και μεταξύ ταγιέρ και τσουβαλιού, πάντα επέλεγα το τσουβάλι. Μισή ώρα αργότερα κορνάρισε η φιλενάδα μου για να βγω. Βγήκα από το σπίτι φορώντας τζιν και μακό μπλούζα από Λ.Α (λαϊκή αγορά) και μαλλί πιασμένο με λαστιχάκι των 50 σεντς. Παραλίγο να βάλει μπρος και να εξαφανιστεί στο ηλιοβασίλεμα. Ευτυχώς που ήταν ακόμα πρωί. Είδα τα μάτια της να γουρλώνουν τόσο, που ειλικρινά φοβήθηκα για το τελευταίο μπότοξ και τα λεφτά που πλήρωσα γι’ αυτό (μην ξεχνιόμαστε). Κάθισα στη θέση του συνοδηγού και παρατήρησα αμίλητη την Αννούλα. Εκείνη έσπασε πρώτη τη σιωπή.
-«Καλά έχεις βαλθεί να γίνεις ρεζίλι;» θα ήταν μια δύσκολη μέρα υποθέτω.
-«Γιατί το λες αυτό φιλενάδα; Ξεβράκωτη βγήκα;»
-«Καλύτερα να έβγαινες ξεβράκωτη, παρά αυτά που φόρεσες σήμερα», ξεσπάθωσε η Barbie-Ζήνα.
Το περίμενα και για να λέω την αλήθεια ήθελα να το προκαλέσω, εξ’ ου και η αμφίεση. Είχα αρχίσει να το διασκεδάζω.
-«Αυτά βρήκα μπροστά μου, τι να κάνω τώρα; Μέσα σε μισή ώρα δεν μπορούσα να κάνω κάτι καλύτερο. Και δεν έχω τη δική σου έμφυτη ομορφιά που δεν χρειάζεται και πολύ περιποίηση. Εγώ θέλω τουλάχιστον 2 ώρες σοβάτισμα για να γίνω εμφανίσιμη» της έριξα το πιο αθώο μου βλέμμα (αν έχω).
-«Τέλος πάντων γλυκιά μου, τι να κάνουμε; Πάμε μην αργήσουμε στο ραντεβού μας». Άλλαξε στάση μετά τη φιλοφρόνηση η κατάξανθη. Αλλά ποιο «ραντεβού»;
Η ζωή είναι ένα διαρκές ρίσκο και αποφάσισα να αφήσω τη βόλτα να εξελιχθεί. Πόσο ανάποδα μπορούσε να πάει; Κοίταξα την τσάντα μου με τρόπο. Είχα μαζί μου το σπρέι πιπεριού. Όλα εν τάξει. Βολεύτηκα στο κάθισμα και παρατηρούσα τη φίλη μου να οδηγεί συνοδευόμενη από τις αισθαντικές νότες της Πάολας, με τους διπλούς αερόσακους να χοροπηδάνε επικίνδυνα σε κάθε μία από τις αμέτρητες λακκούβες της Αθήνας. (Δεν τράβηξα video, αν και το ήθελα).
            Μισή ώρα αργότερα φτάσαμε στον τόπο του μαρτυρίου. Φαρδιά πλατιά μια ταμπέλα έγραφε «#$%%^&  SPA».
-«Φτάσαμε!» μου ανήγγειλε το χαμόγελο της pepsodent.
-«Τι; Εδώ;» ρώτησα έντρομη.
-«Εμ πού; Νόμιζες πως θα παρήγγειλα τα καλλυντικά μου, στο μαγαζάκι της γειτονιάς; Το τι νόμιζα αλήθεια, το έψαχνα ακόμα. Κατέβηκα με ύφος μελλοθάνατου και ακολούθησα την χοροπηδηχτούλα Άννα, στο καθαρτήριο.
            Καθαρτήριο μεν, μες στο λευκό και στο χρυσό δε! Λες και ήμασταν σε κάνα ανάκτορο όπως στις γκλάμουρ χολιγουντιανές παραγωγές του 60. Γυάλινες πόρτες από αυτές που ανοίγουν μόλις πατήσεις την jimmy choo γόβα (ελβιέλα για εμένα την παρακατικανή) στο χαλάκι υποδοχής. Με το που μπήκα μέσα, μου ήρθε μια ζαλάδα, μια λιποθυμιά, ένα σφίξιμο να το πω από τις ανάκατες μυρωδιές. Είχα την απόδειξη πως αν αναμείξεις jadore με το κλασσικό 5αράκι της chanel έβγαινε βρυσοδεψείο. Αμέσως μας πλησίασε ένα ουρί, με ένα χαμόγελο ίδιο και απαράλλαχτο με της Αννούλας, κι ένα στήθος επίσης ίδιο με της Αννούλας.
-«Καλημέρα κυρία ...........(Σταμάτη καλό ακούγεται;). Τι θα κάνουμε σήμερα;» Αυτή ακριβώς τη στιγμή κάτι αταίριαστο έπιασε με την περιφεριακή της όραση η αισθητικός. Εμένα! Με κοίταξε σαν τσίχλα που είχε κολλήσει στο πέδιλο της.
-«Θα κάνουμε τα συνηθισμένα Ζανέτ μου, θεραπεία με φύκια, καθαρισμό και περιποίηση σώματος και θέλω αν έχεις χρόνο και για ένα μασάζ. Ξέρεις, το πλήρες.»
-«Για σας πάντα έχουμε χρόνο κυρία Άννα. Και η κυρία;» σύριξε την τελευταία ερώτηση η μικρά, συνοδεύοντας την με ένα τίναγμα της κεφαλής προς τη μεριά μου.
-«Θα της κάνετε ακριβώς ότι και σε μένα, και μια έξτρα περιποίηση προσώπου. Το χρειάζεται το κουρασμένο δερματάκι της φιλενάδας μου». Και γυρίζοντας προς εμένα, μου είπε με το αστραφτερό της χαμόγελο: «Μη με ευχαριστείς, εγώ κερνάω!»
-«Ε τότε εγώ θα πάρω δύο διπλά πιτόγυρα και μη μου βάλεις μέσα φύκια εμένα, ναι;»
-«Ζανέτ φώναξε μια κοπέλα να αναλάβει τη φιλενάδα μου» πρόσταξε η σύζυγος εργολάβου δημοσίων έργων, «κι εσύ», εγώ ήμουν αυτή, «σταμάτα βρε παιδί μου. Προσπαθώ να σε κάνω γυναίκα».
Ω ποίο σοκ! Πανικοβλήθηκα στην προοπτική να με κάνει γυναίκα η Barbie. Και πριν προλάβω να το καλοσκεφτώ, είδα τα βαμμένα ροζ νύχια κάποιας να τυλίγονται στο μπράτσο μου. Τα υπόλοιπα εκτυλίχθηκαν αστραπιαία. Βουτάω με το ελεύθερο χέρι μου τον καρπό της και με την άρτια κατάρτιση μου στις πολεμικές τέχνες και ειδικότερα στην Varate Do, τραβάω το χέρι μπροστά και ταυτόχρονα σκύβω στο πλάι, κάνοντας το σμιλεμένο μου κορμί (μίλησε κανείς;) τείχος, πάνω από το οποίο, η άτυχη που τόλμησε να με ακουμπήσει, έκανε μια ελεύθερη πτήση 3 μέτρων που ακολούθησε μια ακόμα πιο ελεύθερη πτώση πάνω σε έναν υπερμεγέθη διακοσμητικό φίκο. Ενώ οι άλλες δύο έχουν πάθει ρυτιδικό σοκ, τάχιστα βάζω το χέρι στην τσάντα, πιάνω το σπρέι πιπεριού και ψεκάζω σε ένα πλήρη κύκλο. Ουρλιαχτά από παντού και κατάρες συνόδευσαν την ηρωική μου έξοδο από το σπα. Μέχρι έξω άκουγα βλαστήμιες και ήχους σπασίματος. Πήρα μια βαθιά ανάσα, ευγνώμων που βγήκα ζωντανή από αυτόν τον τόπο του μαρτυρίου, και βάλθηκα να πιάσω τελική με τις ελβιέλες μου.

Σημείωση: Τα ονόματα είναι φανταστικά. Αν όμως υπάρχει εκεί έξω καμιά Άννα Σταμάτη που να μοιάζει με την ηρωίδα μου, παρακαλείται να μου στείλει τα πιτόγυρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου