Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2014

Χριστουγεννιάτικες Προσφορές...


           Τι καινούργια μόδα είναι αυτή που ξεφύτρωσε; Τι φρενίτιδα ξαφνικά; Εντάξει, η κρίση δημιουργεί ευκαιρίες κατά το σοφό εκείνο χοντρο-χορτάτο κυριούλη, αλλά πόσες πια;
Όχι, καλύτερα να τα πάρουμε από την αρχή (φράση του γλοιώδους Άδωνη).
Με παίρνει τηλέφωνο η αδερφή μου.
-«Καλημέρα, τι κάνεις;», φαινομενικά ακίνδυνη ερώτηση. Μόνο φαινομενικά όμως...
-«Έλα, καλώς την! Τίποτα ιδιαίτερο, τις γνωστές δουλειές του σπιτιού. Εσύ;».
-«Εγώ ετοιμάζομαι να πάω για ψώνια, και είπα να σου πω να έρθεις παρέα».
-«Ψώνια; Πώς κι έτσι; Έπιασες το τζόκερ; Γιατί εγώ δεν το έπιασα...».
-«Αμάν βρε Μαρία με τις βλακείες σου, δε σου είπα να πάμε Ρώμη για ψώνια, σούπερ μάρκετ λέω να πάμε». Εγώ βλακείες; Έδωσα τόπο στην οργή...
-«Το ίδιο είναι λέμε, ξέρεις πόσο πάει το λίτρο του πουλιού το γάλα;».
-«Ώχου, όρεξη έχεις! Τέλος πάντων έρχεσαι σούπερ μάρκετ; . Έρχονται Χριστούγεννα όπου να ‘ναι. Τελευταία στιγμή  θα τρέχουμε;», ακουγόταν σοβαρή η κατάσταση.
-«Δώσ’ μου ένα μισάωρο να βρω πού έχω βάλει το καλάθι της νοικοκυράς, κι έρχομαι», όσο πιο σοβαρή η κατάσταση, τόσο πιο πολύ θέλω να κάνω πλάκα.
Σε μισή ώρα ακριβώς, η αδερφή μου κόρναρε έξω από το σπίτι μου.
-«Έλα και θ’ αργήσουμε!» μου φώναξε από το παράθυρο του αυτοκινήτου.
-«Γιατί καλέ; Ραντεβού με τα μπρόκολα έχουμε;»
-«Μπες και θα δεις. Δε νομίζω να βιάζεσαι να γυρίσεις;», με κοίταξε μυστηριωδώς.
Και τη βλέπω να πιάνει Αττική Οδό, στο ρεύμα προς το ισπανικό El Venizelos.
-«Μα πού πάμε;»
-«Σσσσς! Μην ομιλείς στην οδηγό» κλισέ!
Άναψα τσιγάρο και έμεινα να θαυμάζω (sic) το θαύμα της σύγχρονης κλωβοποιΐας, πληρώνοντας φυσικά εισιτήριο 2,80 ευρά.
Κοντοζυγώναμε στο El και την κοίταξα ανήσυχη.
-«Σίγουρα δεν πάμε εξωτερικό ναι; Δεν πήρα διαβατήριο, γι’ αυτό ρωτάω».
-«Ναι λέμε. Πώς κάνεις έτσι; Σχεδόν φτάσαμε!» κι έστριψε ευτυχώς στην έξοδο για Κορωπί. Πού στο διάολο με πήγαινε; Αγωνία!
Σε 6-7 χιλιόμετρα, βλέπω μια μεγάλη ουρά από αυτοκίνητα. Μποτιλιάρισμα στα χωράφια;
-«Τρακάρισμα!» της λέω.
-«Ψώνια!» μου λέει.
-«Αδύνατον» επιμένω, «εδώ γίνεται χαμός! Μήπως έχουμε πόλεμο;»
-«Πόλεμο προσφορών», μου λέει, «σήμερα έχει τρομερές προσφορές αυτό το σούπερ μάρκετ!». Και χώθηκε μπροστά από ένα βανάκι εισπράττοντας «φιλική» χειρονομία από τον εξοργισμένο οδηγό. Παρκάραμε, άγνωστο πώς, και γυρνάει και μου λέει:
-«Θέλω να πάρω ένα διπλό πάπλωμα, το νου σου!», μου πετάει τα κλειδιά κι εξαφανίζεται με την ταχύτητα γαζέλας.
Είπα να κάτσω στο αυτοκίνητο, να κάνω κάνα πακέτο τσιγάρα και να την περιμένω, αλλά τελικά επικράτησε η περιέργεια και το αίσθημα αυτοκαταστροφής που έχω. Κατέβηκα και έγινα ένα με το ετερόκλητο σμάρι. Άρχισα να κοιτάω γύρω μου,  κυρίες που έσερναν τον κύριο που έσερνε το καρότσι, κυρίους που έσπρωχναν άλλους κυρίους, παιδάκια που ούρλιαζαν, γιαγιάδες που έβριζαν σα λιμενεργάτες, παππούδες που κράδαιναν τις μαγκούρες φωνάζοντας «ήμουν στο Ελβασάν εγωωώ, ΑΕΡΑΑΑΑ!» Τι δουλειά είχα εγώ εδώ μέσα; Και η αδερφή μου άφαντη! 
Ταμπέλες νέον, φώτα, κορδέλες, τεράστια πανό με τη λέξη «ΠΡΟΣΦΟΡΑ» φαρδιά πλατιά πάνω από προϊόντα, λωρίδες διπλής κατεύθυνσης για τα καροτσάκια, τα οποία έπιαναν τελική. Αγριεύτηκα ομολογώ! Κινδύνευε η σωματική μου ακεραιότητα. Ευτυχώς, προς τιμήν της υπέρ-αγοράς, είχαν βάλει έναν αποθηκάριο να εκτελεί χρέη τροχονόμου, στη διασταύρωση αλλαντικών-καθαριστικών και αποφύγαμε τα χειρότερα. Και η αδερφή μου άφαντη!
            Η μουσική στη διαπασών, τρελό χριστουγεννιάτικο καρναβάλι, αν έχεις όρεξη για καρναβάλια φυσικά, και αίφνης σιωπή!
-«Πληροφορούμε τους αγαπητούς μας πελάτες πως για την επόμενη 1 ώρα, σερβιέτες, σερβιετάκια και πάνες ακράτειας θα πωλούνται με έκπτωση 35%» ακούστηκε ως φωνή Θεού από τα μεγάφωνα. ΒΟΥΡ!!!!! Όλοι συντονισμένα στις πάνες! Δεν παίζει ρόλο αν δεν έχεις ακράτεια, πάνα θα πάρεις! Αχρείαστη να ‘ναι, αφού είναι σε προσφορά... Είδα κι έναν παππού 70άρη και βάλε, να κρατάει δύο 12άδες σερβιέτες, αλλά μπορεί να ήταν για τη γυναίκα του(!). Κρατήθηκα έξω από το κύμα καταναλωτών, μιας και δε χρειαζόμουν πάνες (ακόμα) και έψαξα να βρω την ακατονόμαστη. Ενώ πέρναγα δίπλα από τα δημητριακά άκουσα να φωνάζουν το όνομα μου. Γύρισα, που να μη γύρναγα, κι έρχομαι μούρη με μούρη με τη μεγαλύτερη κουτσομπόλα της γειτονιάς.
-«Καλημέρα κυρα-Μάγδα μου» της λέω με 2 κιλά στρυχνίνη στη φωνή.
-«Καλημέρα Μαράκι, πώς από δω;»
-«Ήρθα παρέα με την αδερφή μου, που ήθελε να ψωνίσει» είπα με απόλυτη ειλικρίνεια το ζώον. «Εσείς;»
-«Α! Εμείς ήρθαμε όλοι μαζί για τις προσφορές»
-«Όλοι μαζί;» φυσιολογική ερώτησις.
-«Σχεδόν όλη η γειτονιά χρυσό μου! Μα πού ζεις εσύ; Δεν ξέρεις πως ο δήμος μας βάζει καθημερινά πούλμαν και πηγαίνουμε στα σούπερ μάρκετ που έχουν προσφορές;»
Έλα ντε! Πού ζούσα εγώ; Και συνέχισε...«Χθες μας είχαν πάει σε ένα σούπερ μάρκετ στην Ακράτα! Φανταστικές τιμές! Υπέροχα πράγματα! Ούτε ξέρω πόσα ψώνισα!» Έλαμψε το μούτρο της γειτόνισσας που κόντευε να πάθει Ακράτα απ’ τη χαρά του καταναλωτισμού. «Και την περασμένη εβδομάδα μας είχαν πάει σε ένα κέντρο επίπλου, μούρλια! Ψώνισα μέχρι...»
-«Φέρετρο;» ρώτησα, κι ένιωσα το πνεύμα των Χριστουγέννων να ξεχειλίζει από μέσα μου.
Αν η αντιπαθής γραία έπαθε εγκεφαλικό ή όχι, αν με έβρισε, αν γέλασε, δεν το είδα. Εκείνη τι στιγμή με παρέσυρε το καθοδικό ψυχρό ρεύμα προς τις γκουρμέ νοστιμιές, που θα ήταν σε προσφορά -45% για τα επόμενα 7 λεπτά και 42 δευτερόλεπτα.
            Ούρλιαξα έντρομη «Αδερφηηηηηή» και πάγωσε το μισό σούπερ μάρκετ!. Όσοι με είχαν περικυκλώσει ξαφνικά έκαναν 10 βήματα μακριά μου. Είδα βλέμματα γεμάτα απορία, βλέμματα γεμάτα αποδοκιμασία, μίσος, ντροπή, ενοχή και μια γιαγιά, που είχε ζωγραφισμένη στο πρόσωπο την ελπίδα πως είχε βρει τη χαμένη της αδερφή.
Εκμεταλλεύτηκα τον κενό χώρο γύρω μου κι έτρεξα προς την έξοδο συνεχίζοντας να φωνάζω. Πέρασα σφαίρα το ταμείο και σταμάτησα μόνο όταν έφτασα στην ασφέλια του αυτοκινήτου. Μπήκα μέσα και κλείδωσα τις πόρτες από φόβο μη με καταδιώξει το αφιονισμένο καταναλωτικό κοινό. Πήρα μια βαθιά ανάσα κι έψαξα στην τσέπη μου για ένα διάλειμμα αναζωογονητικής νικοτίνης. Αντ’ αυτού, έβγαλα 1 βαζάκι μαύρο χαβιάρι, που άγνωστο πώς είχαν καταλήξει στην τσέπη μου. Ε άει στο διάολο! Αυτό μου έλειπε, να με τρέχουν και για shop lifting μέρες που είναι. Κοίταξα το βαζάκι  και ηρέμησα μόλις είδα την ετικέτα «ΔΩΡΟ ΠΡΟΣΦΟΡΑΣ». Τουλάχιστον δεν κινδύνευα να πάω φυλακή σαν άλλος, σύγχρονος,  Γιάννης Αγιάννης.
           Το μυαλό μου έπλαθε σκηνές με την αφεντιά μου σιδηροδέσμια, να με περνάνε λαϊκό δικαστήριο δίπλα απ’ το Σαμαρά και το Βενιζέλο. Κατήγορος η Παπαρήγα, εισαγγελέας ο Τσίπρας και πρόεδρος η Κανέλη. Τι πιθανότητες είχα; Καμία! Κι ενώ είχα φτάσει στη σκηνή όπου έστηναν κρεμάλες μπροστά από τον άγνωστο στρατιώτη, ένας κινούμενος μπόγος από σακούλες κατευθυνόταν προς το μέρος μου. Ο μπόγος φορούσε πολύ γνώριμες μπότες.... Α! Η «Αδερφηηηηηή» (μου). Πόση ώρα είχε περάσει ονειροπολώντας; Κατέβηκα με το χαβιάρι στο χέρι να τη βοηθήσω να βάλει τα ψώνια στο αυτοκίνητο. Με κοίταξε από την κορφή ως τα νύχια (όχι ιδιαίτερα μεγάλη απόσταση).
-«Πού εξαφανίστηκες εσύ;»
Τι να της πω τώρα; Συνέχισα να την κοιτάζω...
-«Ήταν τέλεια! Ψώνισα ότι ήθελα και σε πολύ καλές τιμές! Εσύ τι ψώνισες;»
Έτεινα το χέρι μου με το βαζάκι.
-«Αυτό μόνο; Μα καλά, δε βρήκες τίποτα άλλο; Τέλος πάντων, θα ξανάρθουμε», με απείλησε η σαδίστρια, και συνέχισε:
«Φανταστική η ιδέα σου να φωνάξεις, μέσα στο σούπερ μάρκετ. Πάγωσαν σχεδόν όλοι και πρόλαβα στο τσακ να αρπάξω το τελευταίο πάπλωμα από τα χέρια μιας που το κράταγε. Και είδα μέσα κι ένα κάρο γνωστούς, φίλους, γείτονες... Το ήξερες πως βάζει ο δήμος μας πούλμαν για τους καταναλωτές; Όχι; Ούτε κι εγώ! Μου το είπε η Παυλοπούλου. Ξέρεις η συμμαθήτρια μου από την 3η λυκείου. Τη συνάντησα στο ράφι με τα μανταλάκια. Κανονίσαμε να κάνουμε το επόμενο class reunion στο νέο σούπερ μάρκετ που άνοιξε στην Τατοΐου. Θα είναι τέλεια!»
Συνέχισα άλαλη να την κοιτάζω, ενώ η αδρεναλίνη την είχε κατακλύσει.
«Σου άρεσε ε; Θα σε παίρνω μαζί μου όπου πηγαίνω τότε. Να ξεσκάσεις κι εσύ λιγάκι ! Και μην ανησυχείς για το χαβιάρι!» μου έκλεισε το μάτι, ενώ άνοιγε μία από τις αμέτρητες σακούλες. «Είχαν τη βότκα σε προσφορά. Πήρα 5 μπουκάλια».
            Έκατσα ήσυχα-ήσυχα στη θέση του συνοδηγού, κι ενώ επαναλάμβανα από μέσα μου τη φράση «πίνω για να ξεχάσω», της χαμογέλασα πλατιά, σχεδόν χριστουγεννιάτικα!

 







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου