Τετάρτη 16 Απριλίου 2014

Μ. Τετάρτη ψώνια... Μ. λάθος!



Θα ξεκινήσω με το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι είμαι ΚΑΛΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ!
Έτσι εξηγώ το γιατί δεν έχω σκοτώσει (ακόμα) κανέναν από όλους αυτούς (ανεξαρτήτως φύλλου) που κυκλοφορούν ανάμεσα μας (τεράστιε-ογκόλιθε Λιακό) και μεταβάλλουν την απλή καθημερινότητα μας σε αληθινή κόλαση, αν φυσικά υπάρχει κόλαση.

 Παρότι έχω παρατηρήσει και καταγράψει συγκεκριμένες μέρες του μήνα ή της εβδομάδας που κυκλοφορεί το κατά τα άλλα συμπαθές είδος του «κάφρου» ή «κάφρας» για τη θηλυκή έκδοση, όλο και κάτι τυχαίνει και πρέπει να κάνω κάποια ψώνια αυτές τις συγκεκριμένες μέρες. Μπορεί βέβαια να είμαι απλά μαζοχίστρια, αλλά αυτό δεν θα το εξετάσω μιας και δε με συμφέρει.
Ξημέρωσε λοιπόν Μ. Τετάρτη και τυγχάνει να είναι μια από αυτές τις σημαδεμένες μέρες που κυκλοφορούν κοπάδια ανέμελα οι κάφροι, κι εγώ έχω αποφασίσει να μη βγω από το σπίτι για κανένα λόγο. Είναι που αυξήθηκε και η συμμετοχή στα φάρμακα και δεν μπορώ να καλύψω πλέον τις ανάγκες μου σε ηρεμιστικά, οπότε περικόπτω τις αιτίες λήψης φαρμάκων. Όλα θα ήταν καλά αν δε συνέβαιναν δύο τινά: ο άντρας της ζωής μου, μου άφησε το αυτοκίνητο στο σπίτι, μην τυχόν χρειαστώ τίποτα να έχω να κινηθώ, και η λατρεμένη μου πενθερούλα μου ζήτησε να την πάω για ψώνια. Εγώ, αυτό το λέω συνομωσία, εσείς δεν ξέρω πως το λέτε. Με το που αρχίζει λοιπόν το τροπάριο της πονεμένης από τη ζωή και την οστεοπόρωση υπερηλίκου, τη διακόπτω λέγοντας «ετοιμάσου σε 10 λεπτά να σε πάω», για να γλιτώσω και το δράμα. Σε 3 λεπτά ήταν έτοιμη! Αν αυτό είναι σύμπτωμα οστεοπόρωσης, θέλω κι εγώ!!! Μπήκε στο αυτοκίνητο, έβαλε κόντρα τα πόδια όσο μπορούσε, έκανε το σταυρό της, έσφιξε γλυκύτατα ΚΑΙ με τα δύο χέρια τη χειρολαβή πάνω δεξιά από το κεφάλι του συνοδηγού, κι ετοιμάστηκε για F1 pole position στην πίστα του Άμπου Ντάμπι.
-«Δεν θα δαγκώσετε την ταυτότητα, μητέρα;» τη ρωτάω.
-«Γκρουμφφφ» ακούστηκε από το διπλανό κάθισμα, αλλά η μητέρα δε σχολίασε. Μάλλον δεν ήθελε να με εκνευρίσει περισσότερο πίσω από το βολάν... Μάλλον.
Διανύσαμε χωρίς κανένα απολύτως πρόβλημα τα 50 μέτρα ως την «κεντρική λεωφόρο» του χωριού. Εκεί ρίξαμε άγκυρα γιατί η λεωφόρος ως κεντρική ήταν και εκκεντρική και ενώ ήταν μιας λωρίδας πλάτους, επέμενε να είναι δύο κατευθύνσεων. Όσο και να το κάνεις, αυτό είναι ένα πρόβλημα τις νορμάλ μέρες. Πόσο μάλλον τις abnormal! 15 λεπτά αργότερα είμασταν καρτ-ποστάλ στο ίδιο σημείο, ενώ ορδές ψωνιστών παρέλασαν μπροστά μας. Έπρεπε να βρεθεί λύση τάχιστα. Και ευρέθη! Ορμά η πενθερούλα έξω από το αμάξι, και κραδαίνοντας το μπαστούνι της ως άλλος Μωϋσής διεχώρισε την κυκλοφορία στη μέση. Φρένα στρίγγλισαν, κόρνες αλλάλαξαν, μπινελίκια έσχισαν τη σιωπή, κι εγώ έκλεισα τα μάτια. Κι εκεί που σκεφτόμουν σοβαρά το θαύμα της ανάστασης του Λαζάρου, μια τσιρίδα με έβγαλε από την κοσμάρα μου: «Μαρίααααα πέρνα παιδί μου, περιμένουν οι άνθρωποι!»
Το ότι «οι άνθρωποι» είχαν γίνει αυτοκολητάκια στα παρ μπριζ τους κι έβριζαν θεούς και δαίμονες μεγαλοβδομαδιάτικα, δεν το εξετάζουμε. Ενσωματωθήκαμε λοιπόν στο ποτάμι των καταναλωτών που έρεε φουσκωμένο και ξεβραστήκαμε χωρίς να το καταλάβουμε, στο πάρκιν του σουπερ-μάρκετ της κάτω Μεσοποταμίας. Ακριβώς επειδή ήταν abnormal η μέρα, βρήκα μεμιάς χώρο να παρκάρω στη θέση ενός smart που έφευγε. Το ότι δεν είχα smart, ούτε αυτό το εξετάζουμε. Δένω χειρόφρενο και λέω στην πενθερούλα:
-«Κατεβείτε μητέρα», με μια υποψία χαμόγελου στα χείλια.
-«Μα δε χωράω, δεν ανοίγει καλά-καλά η πόρτα» μου απαντάει.
-«Όλοι οι καλοί χωράνε, μισό λεπτό να σας βοηθήσω» την αποστομώνω και ξεκινώ μια επικίνδυνη μανούβρα για να ελιχθώ σε ένα κενό πλάτους 30cm. Χάρη στην ευλυγισία και την άρτια εκπαίδευση μου από παρκαρίσματα στο κέντρο της Αθήνας, σε 5 λεπτά μόνο, είχα καταφέρει να βγω. Και ξεκινάω την επιχείρηση «Ελευθερώστε τη Γουΐλυ». Ανοίγω την πόρτα τόσο ώστε να μη βρει στο διπλανό παρκαρισμένο και φωνάζω: «κατεβείτε μητέρα, την κρατάω την πόρτα».
-«Μα δε χωράω!» φωνάζει η μητέρα.
-«Ε μα ρουφηχτείτε λίγο μητέρα, εγώ πώς χώρεσα;». Για κάτι τέτοια έχω κλείσει πρώτη θέση στα καζάνια. Υποτίμησα όμως τη θέληση της πενθερούλας να ψωνίσει σήμερα, τώρα. Εξ ου και ρουφώντας 4 κυβικά αέρα, σπρώχνοντας και βογκώντας, κατάφερε να απεγκλωβιστεί σε 3 λεπτά. Με κοίταξε με ύφος Ζαμπίδη που μόλις φόρεσε τη ζώνη του πρωταθλητή, τίναξε το μαλλί και με ρώτησε: «έρχεσαι;», ενώ προσπαθούσα να συνέρθω απ’ το εγκεφαλικό.
Μπρος η πενθερούλα, πίσω εγώ, εφορμήσαμε προς το ναό της κατανάλωσης.
-«Τι θέλουμε από το σούπερ μάρκετ μητέρα;» ρώτησα με σεβασμό, ένεκα της προ ολίγου απόδρασης.
-«Να δούμε για αρνί».
-«Αρνί; Σήμερα; Πανικός γίνεται μητέρα, δεν το αφήνουμε για άλλη μέρα;» ή αλλιώς... παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο.
-«Είπα σήμερα». Είπε σήμερα.
Το κρεοπωλείο ξεχώριζε από μακριά. Ήταν εκεί που είχε μαζευτεί ο περισσότερος κόσμος. Και όταν λέμε περισσότερος, αναγκαστικά πρέπει να ορίσουμε συγκρίσιμο μέγεθος. Περισσότερος... από τους επιβάτες ενός πούλμαν παραδείγματος χάριν. Ή... περισσότερος από συγκέντρωση του πασόκ. Άρα γύρω στα 40 άτομα ουρά. Της Αναλήψεως θα φεύγαμε από εδώ.
-«Μητέρα ούτε το βράδυ δεν θα ξεμπλέξουμε, θέλετε να έρθουμε αύριο; Έχω αφήσει και τα παιδιά μόνα στο σπίτι..» ρώτησα ευγενικά και μελιστάλαχτα μήπως και συγκινηθεί. Κάτι μέσα της σκίρτησε, το είδα στο βλέμμα της.
-«Ακολούθα» διέταξε ο Τζένγκις Χαν.
Και ακολούθησα. Και είδον και ειδού, μια γυναικούλα 1,5 μέτρο ύψος να κατατροπώνει 30άρηδες, 40άρηδες, γυναίκες και παιδιά με κινήσεις νίντζα και να βρίσκεται πρώτη-πρώτη μπροστά στο χασάπη. Στις διαμαρτυρίες των υπολοίπων δε, να παίρνει το πιο αθώο ύφος του κόσμου και να απαντά: «ήμουν εδώ πριν από εσάς, δε με προσέξατε επειδή είμαι λίγο κοντή;» και να δημιουργεί και τύψεις στον κόσμο. Τρόμαξα μπροστά στους χειρισμούς ενός επαγγελματία! Και ο τρόμος μου έμελε να κορυφωθεί μπροστά στο παζάρι που άνοιξε με το χασάπη.
-«Τι είναι αυτό καλέ;»
-«Αρνάκι κυρία μου» απάντησε ο καλές.
-«Αρνάκι το λες εσύ; Αυτό είναι συμμαθητής του Κουβέλη καλέ. Πιάσε ένα αρνάκι».
Και έπιασε ένα αρνάκι ο καλές και άρχισε να το εξετάζει σαν ιατροδικαστής στο CSI Κάτω Ραχούλα η πενθερούλα μου και άρχισε να δυσανασχετεί το πλήθος, που λίγο ήθελε να μας περάσει εμάς στη σούβλα.
-«Δε μου δίνεις εμένα μια συκωταριά να φύγω;» φώναξε μια άλλη γραία σπρώχνοντας το καρότσι της με φόρα πάνω στη δική μου συκωταριά. Μάλλον θα ήταν της ίδιας σχολής με την πενθερούλα μου.
-«Τελειώνω χρυσή μου, μη βιάζεσαι» απαντάει με θράσος η δικιά μου.
Και τελείωσε όντως. Πήρε το αρνάκι της, το φόρτωσε στην πλάτη μου και άρχισε η Οδύσσεια του γυρισμού. 

Μάνα του χρόνου θα σουβλίσουμε φακές, στο είπα;










4 σχόλια:

  1. χαχα..όπως πάντα,είσαι φως στη σκοτεινιά μας!!...

    ...άντε και του χρόνου,λέω να το κάνουμε ρεφενέ:θα φέρω τραχανά σουβλιστό!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Έλα και φέρε μόνο το χαμόγελο σου φιλενάδα μου!
      (τραχανά έφτιαξα!)

      Διαγραφή